μίξει

μίξει
μίξις
mixing
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
μίξεϊ , μίξις
mixing
fem dat sg (epic)
μίξις
mixing
fem dat sg (attic ionic)
μί̱ξει , μίγνυμι
mix
aor subj act 3rd sg (epic)
μί̱ξει , μίγνυμι
mix
fut ind mid 2nd sg
μί̱ξει , μίγνυμι
mix
fut ind act 3rd sg
μῖξις
fem nom/voc/acc dual (attic epic ionic)
μίξεϊ , μῖξις
fem dat sg (epic ionic)
μῖξις
fem dat sg (attic ionic)
μί̱ξει , μῖξις
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
μί̱ξεϊ , μῖξις
fem dat sg (epic)
μί̱ξει , μῖξις
fem dat sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιλυσσώ — ἐπιλυσσῶ, άω (AM) [λυσσώ] 1. λυσσάω από οργή και μίσος εναντίον κάποιου («Κάϊν ὁ τῇ εὐδοκιμήσει τοῡ Ἄβελ ἐπιλυσσήσας», ΠΔ) 2. λυσσάω από πόθο, ποθώ ασυγκράτητα («τῇ ἀθέσμῳ μίξει τῶν ἀλλοφύλων ἐπιλυσσήσαντας», Γρηγ. Νύσα) …   Dictionary of Greek

  • ποικίλλω — ΝΜΑ [ποικίλος] 1. καθιστώ κάτι ποικίλο, τό διακοσμώ με διάφορα κεντητά, υφασμένα ή ζωγραφισμένα χρώματα («πώλους ἐν δαιδαλέαισι ποικίλλουσ ἀνθαιρόκοισι πήναις», Ευρ.) 2. δίνω διαφορετική μορφή σε κάτι, τό αλλάζω και, κυρίως, τό απαλλάσσω από τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”